τραπέζωμα

τραπέζωμα
το угощение обедом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τραπέζωμα" в других словарях:

  • τραπέζωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τραπεζῶ, ώνω] νεοελλ. (συν. με επιτιμητική σημ.) παράθεση γεύματος σε κάποιον ή κάποιους μσν. συνεκδ. επιτραπέζιο σκεύος (αρχ) 1. έδεσμα που παρατίθεται στο τραπέζι 2. στον πληθ. τὰ τραπεζώματα προσφορές στους θεούς …   Dictionary of Greek

  • τραπέζωμα — το, ατος η παράθεση γεύματος: Όλο τραπεζώματα του κάνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραπεζώματα — τραπέζωμα what is set upon a table neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζώματος — τραπέζωμα what is set upon a table neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτραπέζωμα — ἐπιτραπέζωμα, τὸ (AM) συνήθ. στον πληθ. τα φαγητά που τοποθετούνται στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραπέζωμα (< τραπεζώ)] …   Dictionary of Greek

  • (ε)πιστρόφια — τα το πρώτο επίσημο τραπέζωμα των νιόπαντρων και των συγγενών και φίλων του γαμπρού που γινόταν στην όγδοη ημέρα μετά το γάμο στο σπίτι των γονιών της νύφης. πιστρόφια τα 1. η επιστροφή, γυρισμός: Στα πιστρόφια το καράβι κάτασπρ άπλωνε πανιά. 2.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»